- λαοτινακτος
- λαοτίνακτοςλᾱο-τίνακτος2(ῐ) поднявшийся от (брошенных на дно) камней
(ὕδωρ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὕδωρ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λαοτίνακτος — λαοτίνακτος, ον (Α) αυτός που τινάχθηκε από πέτρα («λαοτίνακτον ὕδωρ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + τινάσσω] … Dictionary of Greek
λαοτίνακτον — λᾱοτίνακτον , λαοτίνακτος stirred by a stone masc/fem acc sg λᾱοτίνακτον , λαοτίνακτος stirred by a stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)